Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τηλικόσδε
τηλίκος
τηλικοῦτος
τηλόθεν
τηλόθι
τηλοπέτης
τηλορός
τηλόσε
τηλοτάτω
τηλοῦ
τηλουρός
τηλύγετος
τηλωπός
τημελέω
τημόσδε
τῆμος
τημοῦτος
τηνάλλως
τηνεῖ
τήνελλα
τηνικάδε
View word page
τηλουρός
τηλουρός τηλ-ουρός, όν ὅρος with distant boundaries; hence far-away, distant, remote, Aesch., Eur.

ShortDef

with distant boundaries

Debugging

Headword:
τηλουρός
Headword (normalized):
τηλουρός
Headword (normalized/stripped):
τηλουρος
IDX:
32586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32623
Key:
thlouro/s

Data

{'content': 'τηλουρός\n τηλ-ουρός, όν\n ὅρος\n with distant boundaries; hence far-away, distant, remote, Aesch., Eur.', 'key': 'thlouro/s'}