Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τηλία
τηλικόσδε
τηλίκος
τηλικοῦτος
τηλόθεν
τηλόθι
τηλοπέτης
τηλορός
τηλόσε
τηλοτάτω
τηλοῦ
τηλουρός
τηλύγετος
τηλωπός
τημελέω
τημόσδε
τῆμος
τημοῦτος
τηνάλλως
τηνεῖ
τήνελλα
View word page
τηλοῦ
τηλοῦ like τῆλε afar, far off or away, in a far country, Hom., Hes.; τηλοῦ ἀγρῶν in a far corner of the country, Ar. c. gen., mostly, far from, Od.; τ. σέθεν far from thee, Eur.

ShortDef

afar, far off

Debugging

Headword:
τηλοῦ
Headword (normalized):
τηλοῦ
Headword (normalized/stripped):
τηλου
IDX:
32585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32622
Key:
thlou=

Data

{'content': 'τηλοῦ\n like τῆλε\n afar, far off or away, in a far country, Hom., Hes.; τηλοῦ ἀγρῶν in a far corner of the country, Ar.\n c. gen., mostly, far from, Od.; τ. σέθεν far from thee, Eur.', 'key': 'thlou='}