Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντίλεκτος
ἀντιλέων
ἀντίληξις
ἀντιληπτέος
ἀντίληψις
ἀντιλογέω
ἀντιλογία
ἀντιλογίζομαι
ἀντιλογικός
ἀντίλογος
ἀντιλοιδορέω
ἀντιλυπέω
ἀντίλυρος
ἀντίλυτρον
ἀντιμαίνομαι
ἀντιμανθάνω
ἀντιμαρτυρέω
ἀντιμαρτύρομαι
ἀντιμάχομαι
ἀντιμεθέλκω
ἀντιμεθίστημι
View word page
ἀντιλοιδορέω
ἀντιλοιδορέω to rail at or abuse in turn, NTest.; Mid., c. acc. rei, Luc.
ShortDef
to rail at
Debugging
Headword:
ἀντιλοιδορέω
Headword (normalized):
ἀντιλοιδορέω
Headword (normalized/stripped):
αντιλοιδορεω
IDX:
3260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3261
Key:
a)ntiloidore/w
Data
{'content': 'ἀντιλοιδορέω\n to rail at or abuse in turn, NTest.; Mid., c. acc. rei, Luc.', 'key': 'a)ntiloidore/w'}