Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντιλέγω
ἀντιλεκτέος
ἀντίλεκτος
ἀντιλέων
ἀντίληξις
ἀντιληπτέος
ἀντίληψις
ἀντιλογέω
ἀντιλογία
ἀντιλογίζομαι
ἀντιλογικός
ἀντίλογος
ἀντιλοιδορέω
ἀντιλυπέω
ἀντίλυρος
ἀντίλυτρον
ἀντιμαίνομαι
ἀντιμανθάνω
ἀντιμαρτυρέω
ἀντιμαρτύρομαι
ἀντιμάχομαι
View word page
ἀντιλογικός
ἀντιλογικός ἀντιλέγω given to contradiction, contradictory, disputatious, Ar., etc.:— ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of contradiction or of arguing from contradictories, Plat.

ShortDef

given to contradiction, contradictory, disputatious

Debugging

Headword:
ἀντιλογικός
Headword (normalized):
ἀντιλογικός
Headword (normalized/stripped):
αντιλογικος
IDX:
3258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3259
Key:
a)ntilogiko/s

Data

{'content': 'ἀντιλογικός\n ἀντιλέγω\n given to contradiction, contradictory, disputatious, Ar., etc.:— ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of contradiction or of arguing from contradictories, Plat.', 'key': 'a)ntilogiko/s'}