Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τεχνίον
τεχνίτης
τεχνῖτις
τεχνολογέω
τεχνολόγος
τεχνοσύνα
τεχνύδριον
τέως
τῇδε
τήθη
τηθίς
τῆθος
Τηθύς
τηκεδών
τηκτός
τήκω
τηλαυγής
τηλεβόλος
τηλέγονος
τηλεδαπός
τηλεθάω
View word page
τηθίς
τηθίς τηθίς, ίδος, ἡ, a fatherʼs or motherʼs sister, aunt, Dem.
ShortDef
a father's
Debugging
Headword:
τηθίς
Headword (normalized):
τηθίς
Headword (normalized/stripped):
τηθις
IDX:
32551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32588
Key:
thqi/s
Data
{'content': 'τηθίς\n τηθίς, ίδος, ἡ,\n a fatherʼs or motherʼs sister, aunt, Dem.', 'key': 'thqi/s'}