Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τεχνήμων
τέχνη
τεχνητός
τεχνικός
τεχνίον
τεχνίτης
τεχνῖτις
τεχνολογέω
τεχνολόγος
τεχνοσύνα
τεχνύδριον
τέως
τῇδε
τήθη
τηθίς
τῆθος
Τηθύς
τηκεδών
τηκτός
τήκω
τηλαυγής
View word page
τεχνύδριον
τεχνύδριον τεχνύδριον, ου, τό, Dim. of τέχνη, Plat.
ShortDef
(dim.) minor art, craft
Debugging
Headword:
τεχνύδριον
Headword (normalized):
τεχνύδριον
Headword (normalized/stripped):
τεχνυδριον
IDX:
32547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32584
Key:
texnu/drion
Data
{'content': 'τεχνύδριον\n τεχνύδριον, ου, τό,\n Dim. of τέχνη, Plat.', 'key': 'texnu/drion'}