Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τέχνασμα
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνήμων
τέχνη
τεχνητός
τεχνικός
τεχνίον
τεχνίτης
τεχνῖτις
τεχνολογέω
τεχνολόγος
τεχνοσύνα
τεχνύδριον
τέως
τῇδε
τήθη
τηθίς
τῆθος
Τηθύς
τηκεδών
View word page
τεχνολογέω
τεχνολογέω τεχνολογέω, fut. -ήσω to bring under rules of art, to systematize, Arist. from τεχνολόγος

ShortDef

to bring under rules of art, to systematize

Debugging

Headword:
τεχνολογέω
Headword (normalized):
τεχνολογέω
Headword (normalized/stripped):
τεχνολογεω
IDX:
32544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32581
Key:
texnologe/w

Data

{'content': 'τεχνολογέω\n τεχνολογέω,\n fut. -ήσω\n to bring under rules of art, to systematize, Arist.\n from τεχνολόγος', 'key': 'texnologe/w'}