Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τεχνάομαι
τέχνασμα
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνήμων
τέχνη
τεχνητός
τεχνικός
τεχνίον
τεχνίτης
τεχνῖτις
τεχνολογέω
τεχνολόγος
τεχνοσύνα
τεχνύδριον
τέως
τῇδε
τήθη
τηθίς
τῆθος
Τηθύς
View word page
τεχνῖτις
τεχνῖτις τεχνῖτις, ιδος, fem. of τεχνίτης, Anth.

ShortDef

crafts-woman

Debugging

Headword:
τεχνῖτις
Headword (normalized):
τεχνῖτις
Headword (normalized/stripped):
τεχνιτις
IDX:
32543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32580
Key:
texni=tis

Data

{'content': 'τεχνῖτις\n τεχνῖτις, ιδος,\n fem. of τεχνίτης, Anth.', 'key': 'texni=tis'}