Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τεχνάζω
τεχνάομαι
τέχνασμα
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνήμων
τέχνη
τεχνητός
τεχνικός
τεχνίον
τεχνίτης
τεχνῖτις
τεχνολογέω
τεχνολόγος
τεχνοσύνα
τεχνύδριον
τέως
τῇδε
τήθη
τηθίς
τῆθος
View word page
τεχνίτης
τεχνίτης τεχνί_της, ου, ὁ, τέχνη an artificer, artisan, craftsman, skilled workman, Plat., etc.:—c. gen. rei, skilled in a thing, Xen.; also τι or περί τι Xen. a trickster, intriguer, Luc.

ShortDef

an artificer, artisan, craftsman, skilled workman

Debugging

Headword:
τεχνίτης
Headword (normalized):
τεχνίτης
Headword (normalized/stripped):
τεχνιτης
IDX:
32542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32579
Key:
texni/ths

Data

{'content': 'τεχνίτης\n τεχνί_της, ου, ὁ,\n τέχνη\n an artificer, artisan, craftsman, skilled workman, Plat., etc.:—c. gen. rei, skilled in a thing, Xen.; also τι or περί τι Xen.\n a trickster, intriguer, Luc.', 'key': 'texni/ths'}