Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τεφρώδης
τεχνάζω
τεχνάομαι
τέχνασμα
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνήμων
τέχνη
τεχνητός
τεχνικός
τεχνίον
τεχνίτης
τεχνῖτις
τεχνολογέω
τεχνολόγος
τεχνοσύνα
τεχνύδριον
τέως
τῇδε
τήθη
τηθίς
View word page
τεχνίον
τεχνίον τεχνίον, ου, τό, Dim. of τέχνη, Plat.
ShortDef
dim. of τέχνη, skill, art; a gimmick
Debugging
Headword:
τεχνίον
Headword (normalized):
τεχνίον
Headword (normalized/stripped):
τεχνιον
IDX:
32541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32578
Key:
texni/on
Data
{'content': 'τεχνίον\n τεχνίον, ου, τό,\n Dim. of τέχνη, Plat.', 'key': 'texni/on'}