Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τέφρα
τεφρός
τεφρώδης
τεχνάζω
τεχνάομαι
τέχνασμα
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνήμων
τέχνη
τεχνητός
τεχνικός
τεχνίον
τεχνίτης
τεχνῖτις
τεχνολογέω
τεχνολόγος
τεχνοσύνα
τεχνύδριον
τέως
τῇδε
View word page
τεχνητός
τεχνητός τεχνητός, ή, όν τεχνάομαι artificial, Plut.

ShortDef

artificial

Debugging

Headword:
τεχνητός
Headword (normalized):
τεχνητός
Headword (normalized/stripped):
τεχνητος
IDX:
32539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32576
Key:
texnhto/s

Data

{'content': 'τεχνητός\n τεχνητός, ή, όν\n τεχνάομαι\n artificial, Plut.', 'key': 'texnhto/s'}