Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τευχοφόρος
τεύχω
τέφρα
τεφρός
τεφρώδης
τεχνάζω
τεχνάομαι
τέχνασμα
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνήμων
τέχνη
τεχνητός
τεχνικός
τεχνίον
τεχνίτης
τεχνῖτις
τεχνολογέω
τεχνολόγος
τεχνοσύνα
τεχνύδριον
View word page
τεχνήμων
τεχνήμων τεχνήμων, ον, τέχνη cunningly wrought, αὐλοί Anth.

ShortDef

cunningly wrought

Debugging

Headword:
τεχνήμων
Headword (normalized):
τεχνήμων
Headword (normalized/stripped):
τεχνημων
IDX:
32537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32574
Key:
texnh/mwn

Data

{'content': 'τεχνήμων\n τεχνήμων, ον,\n τέχνη\n cunningly wrought, αὐλοί Anth.', 'key': 'texnh/mwn'}