Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τεῦχος
τευχοφόρος
τεύχω
τέφρα
τεφρός
τεφρώδης
τεχνάζω
τεχνάομαι
τέχνασμα
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνήμων
τέχνη
τεχνητός
τεχνικός
τεχνίον
τεχνίτης
τεχνῖτις
τεχνολογέω
τεχνολόγος
τεχνοσύνα
View word page
τέχνημα
τέχνημα τέχνημα, ατος, τό, τεχνάομαι = τέχνασμα, Soph. of a man, the abstr. for the concr., πανουργίας τέχνημα a masterpiece of villainy, Soph. an artful device, trick, artifice, Eur.:—generally a device, invention, Plat.

ShortDef

a masterpiece

Debugging

Headword:
τέχνημα
Headword (normalized):
τέχνημα
Headword (normalized/stripped):
τεχνημα
IDX:
32536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32573
Key:
te/xnhma

Data

{'content': 'τέχνημα\n τέχνημα, ατος, τό,\n τεχνάομαι\n = τέχνασμα, Soph.\n of a man, the abstr. for the concr., πανουργίας τέχνημα a masterpiece of villainy, Soph.\n an artful device, trick, artifice, Eur.:—generally a device, invention, Plat.', 'key': 'te/xnhma'}