Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τευχηστήρ
τεῦχος
τευχοφόρος
τεύχω
τέφρα
τεφρός
τεφρώδης
τεχνάζω
τεχνάομαι
τέχνασμα
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνήμων
τέχνη
τεχνητός
τεχνικός
τεχνίον
τεχνίτης
τεχνῖτις
τεχνολογέω
τεχνολόγος
View word page
τεχνήεις
τεχνήεις from τέχνη τεχνήεις, εσσα, εν cunningly wrought, Od.: —adv. τεχνηέντως, artfully, skilfully, Od. of persons, γυναῖκες ἱστὸν τεχνῆσσαι (contr. from -ήεσσαι) skilful at the loom. Od.
ShortDef
cunningly wrought
Debugging
Headword:
τεχνήεις
Headword (normalized):
τεχνήεις
Headword (normalized/stripped):
τεχνηεις
IDX:
32535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32572
Key:
texnh/eis
Data
{'content': 'τεχνήεις\n from τέχνη\n τεχνήεις, εσσα, εν\n cunningly wrought, Od.: —adv. τεχνηέντως, artfully, skilfully, Od.\n of persons, γυναῖκες ἱστὸν τεχνῆσσαι (contr. from -ήεσσαι) skilful at the loom. Od.', 'key': 'texnh/eis'}