Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τευχεσφόρος
τευχηστήρ
τεῦχος
τευχοφόρος
τεύχω
τέφρα
τεφρός
τεφρώδης
τεχνάζω
τεχνάομαι
τέχνασμα
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνήμων
τέχνη
τεχνητός
τεχνικός
τεχνίον
τεχνίτης
τεχνῖτις
τεχνολογέω
View word page
τέχνασμα
τέχνασμα τέχνασμα, ατος, τό, τεχνάζω anything made or done by art, a handiwork, κέδρου τεχνάσματα, of a cedar-coffin, Eur. an artifice, trick, Eur., Xen.

ShortDef

anything made

Debugging

Headword:
τέχνασμα
Headword (normalized):
τέχνασμα
Headword (normalized/stripped):
τεχνασμα
IDX:
32534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32571
Key:
te/xnasma

Data

{'content': 'τέχνασμα\n τέχνασμα, ατος, τό,\n τεχνάζω\n anything made or done by art, a handiwork, κέδρου τεχνάσματα, of a cedar-coffin, Eur.\n an artifice, trick, Eur., Xen.', 'key': 'te/xnasma'}