Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τευθίς
τευκτικός
τεῦξις
τευτάζω
τευτλίον
τευτλόεις
τεῦτλον
τευχεσφόρος
τευχηστήρ
τεῦχος
τευχοφόρος
τεύχω
τέφρα
τεφρός
τεφρώδης
τεχνάζω
τεχνάομαι
τέχνασμα
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνήμων
View word page
τευχοφόρος
τευχοφόρος τευχο-φόρος, ον, φέρω bearing arms, armed, Eur.

ShortDef

bearing arms, armed

Debugging

Headword:
τευχοφόρος
Headword (normalized):
τευχοφόρος
Headword (normalized/stripped):
τευχοφορος
IDX:
32527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32564
Key:
teuxofo/ros

Data

{'content': 'τευχοφόρος\n τευχο-φόρος, ον,\n φέρω\n bearing arms, armed, Eur.', 'key': 'teuxofo/ros'}