Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τέττιξ
τετυφωμένως
τεῦγμα
τευθίς
τευκτικός
τεῦξις
τευτάζω
τευτλίον
τευτλόεις
τεῦτλον
τευχεσφόρος
τευχηστήρ
τεῦχος
τευχοφόρος
τεύχω
τέφρα
τεφρός
τεφρώδης
τεχνάζω
τεχνάομαι
τέχνασμα
View word page
τευχεσφόρος
τευχεσφόρος τευχεσ-φόρος, ον, φέρω wearing armour, Aesch., Eur.

ShortDef

wearing armour

Debugging

Headword:
τευχεσφόρος
Headword (normalized):
τευχεσφόρος
Headword (normalized/stripped):
τευχεσφορος
IDX:
32524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32561
Key:
teuxesfo/ros

Data

{'content': 'τευχεσφόρος\n τευχεσ-φόρος, ον,\n φέρω\n wearing armour, Aesch., Eur.', 'key': 'teuxesfo/ros'}