Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντιλακτίζω
ἀντιλαμβάνω
ἀντιλάμπω
ἀντιλέγω
ἀντιλεκτέος
ἀντίλεκτος
ἀντιλέων
ἀντίληξις
ἀντιληπτέος
ἀντίληψις
ἀντιλογέω
ἀντιλογία
ἀντιλογίζομαι
ἀντιλογικός
ἀντίλογος
ἀντιλοιδορέω
ἀντιλυπέω
ἀντίλυρος
ἀντίλυτρον
ἀντιμαίνομαι
ἀντιμανθάνω
View word page
ἀντιλογέω
ἀντιλογέω =ἀντιλέγω to deny, Soph. = ἀντ. λέγω 3, Ar.
ShortDef
to deny
Debugging
Headword:
ἀντιλογέω
Headword (normalized):
ἀντιλογέω
Headword (normalized/stripped):
αντιλογεω
IDX:
3255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3256
Key:
a)ntiloge/w
Data
{'content': 'ἀντιλογέω\n =ἀντιλέγω to deny, Soph.\n = ἀντ. λέγω 3, Ar.', 'key': 'a)ntiloge/w'}