Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τεττιγοφόρας
τεττιγώδης
τέττιξ
τετυφωμένως
τεῦγμα
τευθίς
τευκτικός
τεῦξις
τευτάζω
τευτλίον
τευτλόεις
τεῦτλον
τευχεσφόρος
τευχηστήρ
τεῦχος
τευχοφόρος
τεύχω
τέφρα
τεφρός
τεφρώδης
τεχνάζω
View word page
τευτλόεις
τευτλόεις τευτλόεις, εσσα, εν of or full of beet: hence Τεύτλουσσα, Beet-island, Thuc.
ShortDef
of or full of beet
Debugging
Headword:
τευτλόεις
Headword (normalized):
τευτλόεις
Headword (normalized/stripped):
τευτλοεις
IDX:
32522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32559
Key:
teutlo/eis
Data
{'content': 'τευτλόεις\n τευτλόεις, εσσα, εν\n of or full of beet: hence Τεύτλουσσα, Beet-island, Thuc.', 'key': 'teutlo/eis'}