Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τετρώροφος
τετρώρυγος
τέττα
τεττιγοφόρας
τεττιγώδης
τέττιξ
τετυφωμένως
τεῦγμα
τευθίς
τευκτικός
τεῦξις
τευτάζω
τευτλίον
τευτλόεις
τεῦτλον
τευχεσφόρος
τευχηστήρ
τεῦχος
τευχοφόρος
τεύχω
τέφρα
View word page
τεῦξις
τεῦξις τεῦξις, εως, attainment: also = ἔντευξις, Anth.

ShortDef

attainment

Debugging

Headword:
τεῦξις
Headword (normalized):
τεῦξις
Headword (normalized/stripped):
τευξις
IDX:
32519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32556
Key:
teu=cis

Data

{'content': 'τεῦξις\n τεῦξις, εως,\n attainment: also = ἔντευξις, Anth.', 'key': 'teu=cis'}