Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τέτρωρος
τετρώροφος
τετρώρυγος
τέττα
τεττιγοφόρας
τεττιγώδης
τέττιξ
τετυφωμένως
τεῦγμα
τευθίς
τευκτικός
τεῦξις
τευτάζω
τευτλίον
τευτλόεις
τεῦτλον
τευχεσφόρος
τευχηστήρ
τεῦχος
τευχοφόρος
τεύχω
View word page
τευκτικός
τευκτικός τευκτικός, ή, όν τυγχάνω able to gain, τινός Arist.

ShortDef

able to gain

Debugging

Headword:
τευκτικός
Headword (normalized):
τευκτικός
Headword (normalized/stripped):
τευκτικος
IDX:
32518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32555
Key:
teuktiko/s

Data

{'content': 'τευκτικός\n τευκτικός, ή, όν\n τυγχάνω\n able to gain, τινός Arist.', 'key': 'teuktiko/s'}