Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τετρόργυιος
τετρώβολον
τετρώβολος
τέτρωρος
τετρώροφος
τετρώρυγος
τέττα
τεττιγοφόρας
τεττιγώδης
τέττιξ
τετυφωμένως
τεῦγμα
τευθίς
τευκτικός
τεῦξις
τευτάζω
τευτλίον
τευτλόεις
τεῦτλον
τευχεσφόρος
τευχηστήρ
View word page
τετυφωμένως
τετυφωμένως adverb from pass. perf. part. of τυφόω stupidly, Dem.
ShortDef
stupidly
Debugging
Headword:
τετυφωμένως
Headword (normalized):
τετυφωμένως
Headword (normalized/stripped):
τετυφωμενως
IDX:
32515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32552
Key:
tetufwme/nws
Data
{'content': 'τετυφωμένως\n adverb from pass. perf. part. of τυφόω\n stupidly, Dem.', 'key': 'tetufwme/nws'}