Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τετρήμερος
τετρήρης
τετρόργυιος
τετρώβολον
τετρώβολος
τέτρωρος
τετρώροφος
τετρώρυγος
τέττα
τεττιγοφόρας
τεττιγώδης
τέττιξ
τετυφωμένως
τεῦγμα
τευθίς
τευκτικός
τεῦξις
τευτάζω
τευτλίον
τευτλόεις
τεῦτλον
View word page
τεττιγώδης
τεττιγώδης τεττῑγ-ώδης, ες εἶδος like a τέττιξ, Luc.
ShortDef
like a τέττιξ
Debugging
Headword:
τεττιγώδης
Headword (normalized):
τεττιγώδης
Headword (normalized/stripped):
τεττιγωδης
IDX:
32513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32550
Key:
tettigw/dhs
Data
{'content': 'τεττιγώδης\n τεττῑγ-ώδης, ες\n εἶδος\n like a τέττιξ, Luc.', 'key': 'tettigw/dhs'}