Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τετρεμαίνω
τετρήμερος
τετρήρης
τετρόργυιος
τετρώβολον
τετρώβολος
τέτρωρος
τετρώροφος
τετρώρυγος
τέττα
τεττιγοφόρας
τεττιγώδης
τέττιξ
τετυφωμένως
τεῦγμα
τευθίς
τευκτικός
τεῦξις
τευτάζω
τευτλίον
τευτλόεις
View word page
τεττιγοφόρας
τεττιγοφόρας (ῑ), ου, ὁ, φέρω wearing a τέττιξ: epith. of the Athenians (cf. τέττιξ 1. 2), Ar.
ShortDef
wearing a τέττιξ
Debugging
Headword:
τεττιγοφόρας
Headword (normalized):
τεττιγοφόρας
Headword (normalized/stripped):
τεττιγοφορας
IDX:
32512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32549
Key:
tettigofo/rhs
Data
{'content': 'τεττιγοφόρας\n (ῑ), ου, ὁ,\n φέρω\n wearing a τέττιξ: epith. of the Athenians (cf. τέττιξ 1. 2), Ar.', 'key': 'tettigofo/rhs'}