Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τετράφυλος
τέτραχα
τετραχθά
τετράχοος
τετράχυτρος
τετρεμαίνω
τετρήμερος
τετρήρης
τετρόργυιος
τετρώβολον
τετρώβολος
τέτρωρος
τετρώροφος
τετρώρυγος
τέττα
τεττιγοφόρας
τεττιγώδης
τέττιξ
τετυφωμένως
τεῦγμα
τευθίς
View word page
τετρώβολος
τετρώβολος τετρ-ώβολος, ον, ὄβολος of four obols
ShortDef
of four obols
Debugging
Headword:
τετρώβολος
Headword (normalized):
τετρώβολος
Headword (normalized/stripped):
τετρωβολος
IDX:
32507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32544
Key:
tetrw/bolos
Data
{'content': 'τετρώβολος\n τετρ-ώβολος, ον,\n ὄβολος\n of four obols', 'key': 'tetrw/bolos'}