Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντιλαγχάνω
ἀντιλάζομαι
ἀντιλακτίζω
ἀντιλαμβάνω
ἀντιλάμπω
ἀντιλέγω
ἀντιλεκτέος
ἀντίλεκτος
ἀντιλέων
ἀντίληξις
ἀντιληπτέος
ἀντίληψις
ἀντιλογέω
ἀντιλογία
ἀντιλογίζομαι
ἀντιλογικός
ἀντίλογος
ἀντιλοιδορέω
ἀντιλυπέω
ἀντίλυρος
ἀντίλυτρον
View word page
ἀντιληπτέος
ἀντιληπτέος one must take part in a matter, Ar.; τῶν πραγμάτων αὐτοῖς ἀντ. Dem.

ShortDef

one must take part in

Debugging

Headword:
ἀντιληπτέος
Headword (normalized):
ἀντιληπτέος
Headword (normalized/stripped):
αντιληπτεος
IDX:
3253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3254
Key:
a)ntilhpte/os

Data

{'content': 'ἀντιληπτέος\n one must take part in a matter, Ar.; τῶν πραγμάτων αὐτοῖς ἀντ. Dem.', 'key': 'a)ntilhpte/os'}