Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τετραστάδιος
τετράσχοινος
τέτρατος
τετράτρυφος
τετραφάληρος
τετράφυλος
τέτραχα
τετραχθά
τετράχοος
τετράχυτρος
τετρεμαίνω
τετρήμερος
τετρήρης
τετρόργυιος
τετρώβολον
τετρώβολος
τέτρωρος
τετρώροφος
τετρώρυγος
τέττα
τεττιγοφόρας
View word page
τετρεμαίνω
τετρεμαίνω τετρεμαίνω, redupl. form of τρέμω, Ar.
ShortDef
tremble
Debugging
Headword:
τετρεμαίνω
Headword (normalized):
τετρεμαίνω
Headword (normalized/stripped):
τετρεμαινω
IDX:
32502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32539
Key:
tetremai/nw
Data
{'content': 'τετρεμαίνω\n τετρεμαίνω,\n redupl. form of τρέμω, Ar.', 'key': 'tetremai/nw'}