Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τετραπλάσιος
τετράπλεθρος
τετράπλευρος
τετραπλῇ
τετραπλόος
τετραποδηδόν
τετραποδιστί
τετράπολις
τετράπολος
τετράπορος
τετράπους
τετραπτερυλλίς
τετράπτιλος
τετράρρυμος
τετραρχέω
τετράρχης
τετραρχία
τετρασκελής
τετράς
τετραστάδιος
τετράσχοινος
View word page
τετράπους
τετράπους τετρά-πους (ᾰ), four-footed, Lat. quadrupes, Hdt.:— τετράπουν, a quadruped, pl. τετράποδα Hdt., Ar., etc. of things, four feet in length, Plat.

ShortDef

four-footed

Debugging

Headword:
τετράπους
Headword (normalized):
τετράπους
Headword (normalized/stripped):
τετραπους
IDX:
32483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32520
Key:
tetra/pous

Data

{'content': 'τετράπους\n τετρά-πους (ᾰ),\n four-footed, Lat. quadrupes, Hdt.:— τετράπουν, a quadruped, pl. τετράποδα Hdt., Ar., etc.\n of things, four feet in length, Plat.', 'key': 'tetra/pous'}