Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τετράμοιρος
τέτραξ
τετραορία
τετράορος
τετραπάλαστος
τετράπηχυς
τετραπλάσιος
τετράπλεθρος
τετράπλευρος
τετραπλῇ
τετραπλόος
τετραποδηδόν
τετραποδιστί
τετράπολις
τετράπολος
τετράπορος
τετράπους
τετραπτερυλλίς
τετράπτιλος
τετράρρυμος
τετραρχέω
View word page
τετραπλόος
τετραπλόος τετραπλόος, η, ον fourfold, Lat. quadruplus, Plut.; τὸ τ., τετραμοιρία, Xen.

ShortDef

fourfold

Debugging

Headword:
τετραπλόος
Headword (normalized):
τετραπλόος
Headword (normalized/stripped):
τετραπλοος
IDX:
32477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32514
Key:
tetraplo/os

Data

{'content': 'τετραπλόος\n τετραπλόος, η, ον\n fourfold, Lat. quadruplus, Plut.; τὸ τ., τετραμοιρία, Xen.', 'key': 'tetraplo/os'}