τετραπλόος
τετραπλόος
τετραπλόος, η, ον
fourfold, Lat. quadruplus, Plut.; τὸ τ., τετραμοιρία, Xen.
{
"content": "τετραπλόος\n τετραπλόος, η, ον\n fourfold, Lat. quadruplus, Plut.; τὸ τ., τετραμοιρία, Xen.",
"key": "tetraplo/os"
}