Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντικύρω
ἀντικωμῳδέω
ἀντιλαβή
ἀντιλαγχάνω
ἀντιλάζομαι
ἀντιλακτίζω
ἀντιλαμβάνω
ἀντιλάμπω
ἀντιλέγω
ἀντιλεκτέος
ἀντίλεκτος
ἀντιλέων
ἀντίληξις
ἀντιληπτέος
ἀντίληψις
ἀντιλογέω
ἀντιλογία
ἀντιλογίζομαι
ἀντιλογικός
ἀντίλογος
ἀντιλοιδορέω
View word page
ἀντίλεκτος
ἀντίλεκτος ἀντιλέγω disputably, Thuc.

ShortDef

disputably

Debugging

Headword:
ἀντίλεκτος
Headword (normalized):
ἀντίλεκτος
Headword (normalized/stripped):
αντιλεκτος
IDX:
3250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3251
Key:
a)nti/lektos

Data

{'content': 'ἀντίλεκτος\n ἀντιλέγω\n disputably, Thuc.', 'key': 'a)nti/lektos'}