Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τετρακισχίλιοι
τετράκλινος
τετράκνημος
τετρακόρυμβος
τετρακόσιοι
τετράκυκλος
τετρακωμία
τετραλογία
τετράμετρος
τετράμηνος
τετραμοιρία
τετράμοιρος
τέτραξ
τετραορία
τετράορος
τετραπάλαστος
τετράπηχυς
τετραπλάσιος
τετράπλεθρος
τετράπλευρος
τετραπλῇ
View word page
τετραμοιρία
τετραμοιρία τετρᾰμοιρία, ἡ, a four-fold portion, Xen. from τετράμοιρος
ShortDef
a four-fold portion
Debugging
Headword:
τετραμοιρία
Headword (normalized):
τετραμοιρία
Headword (normalized/stripped):
τετραμοιρια
IDX:
32466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32503
Key:
tetramoiri/a
Data
{'content': 'τετραμοιρία\n τετρᾰμοιρία, ἡ,\n a four-fold portion, Xen.\n from τετράμοιρος', 'key': 'tetramoiri/a'}