Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντικτυπέω
ἀντικύρω
ἀντικωμῳδέω
ἀντιλαβή
ἀντιλαγχάνω
ἀντιλάζομαι
ἀντιλακτίζω
ἀντιλαμβάνω
ἀντιλάμπω
ἀντιλέγω
ἀντιλεκτέος
ἀντίλεκτος
ἀντιλέων
ἀντίληξις
ἀντιληπτέος
ἀντίληψις
ἀντιλογέω
ἀντιλογία
ἀντιλογίζομαι
ἀντιλογικός
ἀντίλογος
View word page
ἀντιλεκτέος
ἀντιλεκτέος verb. adj. from ἀντιλέγω one must gainsay, Eur.

ShortDef

one must gainsay

Debugging

Headword:
ἀντιλεκτέος
Headword (normalized):
ἀντιλεκτέος
Headword (normalized/stripped):
αντιλεκτεος
IDX:
3249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3250
Key:
a)ntilekte/os

Data

{'content': 'ἀντιλεκτέος\n verb. adj. from ἀντιλέγω\n one must gainsay, Eur.', 'key': 'a)ntilekte/os'}