Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τετραετία
τετράζυγος
τετραθέλυμνος
τετραίνω
τετρακαιδεκαέτης
τετράκερως
τετρακισμύριοι
τετράκις
τετρακισχίλιοι
τετράκλινος
τετράκνημος
τετρακόρυμβος
τετρακόσιοι
τετράκυκλος
τετρακωμία
τετραλογία
τετράμετρος
τετράμηνος
τετραμοιρία
τετράμοιρος
τέτραξ
View word page
τετράκνημος
τετράκνημος (Dor. -κνᾱμος), ον, four-spoked, of a wheel, Pind.

ShortDef

four-spoked

Debugging

Headword:
τετράκνημος
Headword (normalized):
τετράκνημος
Headword (normalized/stripped):
τετρακνημος
IDX:
32458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32495
Key:
tetra/knamos

Data

{'content': 'τετράκνημος\n (Dor. -κνᾱμος), ον,\n four-spoked, of a wheel, Pind.', 'key': 'tetra/knamos'}