Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τέτμον
τετολμηκότως
τετραβάμων
τετραγλώχις
τετράγυος
τετραγωνίζω
τετραγωνοπρόσωπος
τετράγωνος
τετράδιον
τετράδραχμον
τετραέλικτος
τετραένης
τετραετής
τετραετία
τετράζυγος
τετραθέλυμνος
τετραίνω
τετρακαιδεκαέτης
τετράκερως
τετρακισμύριοι
τετράκις
View word page
τετραέλικτος
τετραέλικτος τετρα-έλικτος, ον, four times wound round, Anth.
ShortDef
four times wound round
Debugging
Headword:
τετραέλικτος
Headword (normalized):
τετραέλικτος
Headword (normalized/stripped):
τετραελικτος
IDX:
32445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32482
Key:
tetrae/liktos
Data
{'content': 'τετραέλικτος\n τετρα-έλικτος, ον,\n four times wound round, Anth.', 'key': 'tetrae/liktos'}