τετραβάμων
τετρᾰ-_βάμων, ον,
βαίνω
four-footed, Eur.; τ. χηλαί, ψάλια the hoofs, trappings of horses, Eur.; τετραβάμοσι γυίοις in the shape of a quadruped, Eur.
{'content': 'τετραβάμων\n τετρᾰ-_βάμων, ον,\n βαίνω\n four-footed, Eur.; τ. χηλαί, ψάλια the hoofs, trappings of horses, Eur.; τετραβάμοσι γυίοις in the shape of a quadruped, Eur.', 'key': 'tetraba/mwn'}