Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τεταγών
τετανόθριξ
τετανός
τεταραγμένως
τεταρταῖος
τεταρτημόριον
τέταρτος
τετευχῆσθαι
τετίημαι
τέτμον
τετολμηκότως
τετραβάμων
τετραγλώχις
τετράγυος
τετραγωνίζω
τετραγωνοπρόσωπος
τετράγωνος
τετράδιον
τετράδραχμον
τετραέλικτος
τετραένης
View word page
τετολμηκότως
τετολμηκότως adverb from perf. part. of τολμάω, Polyb.
ShortDef
boldly
Debugging
Headword:
τετολμηκότως
Headword (normalized):
τετολμηκότως
Headword (normalized/stripped):
τετολμηκοτως
IDX:
32436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32473
Key:
tetolmhko/tws
Data
{'content': 'τετολμηκότως\n adverb from perf. part. of τολμάω, Polyb.', 'key': 'tetolmhko/tws'}