Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τεσσαρακοντόργυιος
τεσσαρακοντούτης
τεσσαρακοστός
τεσσαρεσκαίδεκα
τεσσαρεσκαιδέκατος
τεσσαρεσκαιδεκέτης
τέσσαρες
τεταγμένως
τεταγών
τετανόθριξ
τετανός
τεταραγμένως
τεταρταῖος
τεταρτημόριον
τέταρτος
τετευχῆσθαι
τετίημαι
τέτμον
τετολμηκότως
τετραβάμων
τετραγλώχις
View word page
τετανός
τετανός τετᾰνός, ή, όν τείνω straightened, smooth, Anth.

ShortDef

straightened, smooth

Debugging

Headword:
τετανός
Headword (normalized):
τετανός
Headword (normalized/stripped):
τετανος
IDX:
32428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32465
Key:
tetano/s

Data

{'content': 'τετανός\n τετᾰνός, ή, όν\n τείνω\n straightened, smooth, Anth.', 'key': 'tetano/s'}