Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τεσσαρακαιδεκάδωρος
τεσσαρακονταετής
τεσσαράκοντα
τεσσαρακοντόργυιος
τεσσαρακοντούτης
τεσσαρακοστός
τεσσαρεσκαίδεκα
τεσσαρεσκαιδέκατος
τεσσαρεσκαιδεκέτης
τέσσαρες
τεταγμένως
τεταγών
τετανόθριξ
τετανός
τεταραγμένως
τεταρταῖος
τεταρτημόριον
τέταρτος
τετευχῆσθαι
τετίημαι
τέτμον
View word page
τεταγμένως
τεταγμένως adverb from part. perf. pass. of τάσσω in orderly manner, Xen.

ShortDef

in orderly manner

Debugging

Headword:
τεταγμένως
Headword (normalized):
τεταγμένως
Headword (normalized/stripped):
τεταγμενως
IDX:
32425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32462
Key:
tetagme/nws

Data

{'content': 'τεταγμένως\n adverb from part. perf. pass. of τάσσω\n in orderly manner, Xen.', 'key': 'tetagme/nws'}