τεσσαρεσκαιδεκέτης
τεσσαρεσκαιδεκέτης
τεσσᾰρεσκαιδεκ-έτης, ου, ὁ,
fourteen years old, Plut.
{ "content": "τεσσαρεσκαιδεκέτης\n τεσσᾰρεσκαιδεκ-έτης, ου, ὁ,\n fourteen years old, Plut.", "key": "tessareskaideke/ths" }