Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τερψίχορος
τεσσαράβοιος
τεσσαρακαιδεκάδωρος
τεσσαρακονταετής
τεσσαράκοντα
τεσσαρακοντόργυιος
τεσσαρακοντούτης
τεσσαρακοστός
τεσσαρεσκαίδεκα
τεσσαρεσκαιδέκατος
τεσσαρεσκαιδεκέτης
τέσσαρες
τεταγμένως
τεταγών
τετανόθριξ
τετανός
τεταραγμένως
τεταρταῖος
τεταρτημόριον
τέταρτος
τετευχῆσθαι
View word page
τεσσαρεσκαιδεκέτης
τεσσαρεσκαιδεκέτης τεσσᾰρεσκαιδεκ-έτης, ου, ὁ, fourteen years old, Plut.
ShortDef
fourteen years old
Debugging
Headword:
τεσσαρεσκαιδεκέτης
Headword (normalized):
τεσσαρεσκαιδεκέτης
Headword (normalized/stripped):
τεσσαρεσκαιδεκετης
IDX:
32423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32460
Key:
tessareskaideke/ths
Data
{'content': 'τεσσαρεσκαιδεκέτης\n τεσσᾰρεσκαιδεκ-έτης, ου, ὁ,\n fourteen years old, Plut.', 'key': 'tessareskaideke/ths'}