Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντικρούω
ἀντικρύ
ἄντικρυς
ἀντικτόνος
ἀντικτυπέω
ἀντικύρω
ἀντικωμῳδέω
ἀντιλαβή
ἀντιλαγχάνω
ἀντιλάζομαι
ἀντιλακτίζω
ἀντιλαμβάνω
ἀντιλάμπω
ἀντιλέγω
ἀντιλεκτέος
ἀντίλεκτος
ἀντιλέων
ἀντίληξις
ἀντιληπτέος
ἀντίληψις
ἀντιλογέω
View word page
ἀντιλακτίζω
ἀντιλακτίζω to kick against, τινί Ar.

ShortDef

to kick against

Debugging

Headword:
ἀντιλακτίζω
Headword (normalized):
ἀντιλακτίζω
Headword (normalized/stripped):
αντιλακτιζω
IDX:
3245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3246
Key:
a)ntilakti/zw

Data

{'content': 'ἀντιλακτίζω\n to kick against, τινί Ar.', 'key': 'a)ntilakti/zw'}