τεσσαρακονταετής
τεσσαρακονταετής
τεσσᾰρακοντᾰ-ετής, ές
ἔτος
forty years old, Hes.:— Attic fem. τετταρακονταετίς, ίδος, Plat.
{
"content": "τεσσαρακονταετής\n τεσσᾰρακοντᾰ-ετής, ές\n ἔτος\n forty years old, Hes.:— Attic fem. τετταρακονταετίς, ίδος, Plat.",
"key": "tessarakontaeth/s"
}