Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τέρπω
τερσαίνω
τέρσομαι
τερψίμβροτος
τερψίνοος
τέρψις
Τερψιχόρη
τερψίχορος
τεσσαράβοιος
τεσσαρακαιδεκάδωρος
τεσσαρακονταετής
τεσσαράκοντα
τεσσαρακοντόργυιος
τεσσαρακοντούτης
τεσσαρακοστός
τεσσαρεσκαίδεκα
τεσσαρεσκαιδέκατος
τεσσαρεσκαιδεκέτης
τέσσαρες
τεταγμένως
τεταγών
View word page
τεσσαρακονταετής
τεσσαρακονταετής τεσσᾰρακοντᾰ-ετής, ές ἔτος forty years old, Hes.:— Attic fem. τετταρακονταετίς, ίδος, Plat.

ShortDef

forty years old

Debugging

Headword:
τεσσαρακονταετής
Headword (normalized):
τεσσαρακονταετής
Headword (normalized/stripped):
τεσσαρακονταετης
IDX:
32416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32453
Key:
tessarakontaeth/s

Data

{'content': 'τεσσαρακονταετής\n τεσσᾰρακοντᾰ-ετής, ές\n ἔτος\n forty years old, Hes.:— Attic fem. τετταρακονταετίς, ίδος, Plat.', 'key': 'tessarakontaeth/s'}