Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τερπωλή
τέρπω
τερσαίνω
τέρσομαι
τερψίμβροτος
τερψίνοος
τέρψις
Τερψιχόρη
τερψίχορος
τεσσαράβοιος
τεσσαρακαιδεκάδωρος
τεσσαρακονταετής
τεσσαράκοντα
τεσσαρακοντόργυιος
τεσσαρακοντούτης
τεσσαρακοστός
τεσσαρεσκαίδεκα
τεσσαρεσκαιδέκατος
τεσσαρεσκαιδεκέτης
τέσσαρες
τεταγμένως
View word page
τεσσαρακαιδεκάδωρος
τεσσαρακαιδεκάδωρος τεσσᾰρᾰκαιδεκά-δωρος, ον, fourteen hand-breadths long, Anth.

ShortDef

fourteen hand-breadths long

Debugging

Headword:
τεσσαρακαιδεκάδωρος
Headword (normalized):
τεσσαρακαιδεκάδωρος
Headword (normalized/stripped):
τεσσαρακαιδεκαδωρος
IDX:
32415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32452
Key:
tessarakaideka/dwros

Data

{'content': 'τεσσαρακαιδεκάδωρος\n τεσσᾰρᾰκαιδεκά-δωρος, ον,\n fourteen hand-breadths long, Anth.', 'key': 'tessarakaideka/dwros'}