Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τερμόνιος
τέρμων
Τερπιάδης
τερπικέραυνος
τερπνός
τερπωλή
τέρπω
τερσαίνω
τέρσομαι
τερψίμβροτος
τερψίνοος
τέρψις
Τερψιχόρη
τερψίχορος
τεσσαράβοιος
τεσσαρακαιδεκάδωρος
τεσσαρακονταετής
τεσσαράκοντα
τεσσαρακοντόργυιος
τεσσαρακοντούτης
τεσσαρακοστός
View word page
τερψίνοος
τερψίνοος τερψί-νους (ῐ), ουν, heart-gladdening, Anth.

ShortDef

heart-gladdening

Debugging

Headword:
τερψίνοος
Headword (normalized):
τερψίνοος
Headword (normalized/stripped):
τερψινοος
IDX:
32410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32447
Key:
teryi/nous

Data

{'content': 'τερψίνοος\n τερψί-νους (ῐ), ουν,\n heart-gladdening, Anth.', 'key': 'teryi/nous'}