Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Τερμέρειον
τερμίνθινος
τέρμινθος
τερμιόεις
τέρμιος
τερμόνιος
τέρμων
Τερπιάδης
τερπικέραυνος
τερπνός
τερπωλή
τέρπω
τερσαίνω
τέρσομαι
τερψίμβροτος
τερψίνοος
τέρψις
Τερψιχόρη
τερψίχορος
τεσσαράβοιος
τεσσαρακαιδεκάδωρος
View word page
τερπωλή
τερπωλή τερπωλή, ἡ, poetic for τέρψις, Od., Theogn.
ShortDef
enjoyment, delight
Debugging
Headword:
τερπωλή
Headword (normalized):
τερπωλή
Headword (normalized/stripped):
τερπωλη
IDX:
32405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32442
Key:
terpwlh/
Data
{'content': 'τερπωλή\n τερπωλή, ἡ,\n poetic for τέρψις, Od., Theogn.', 'key': 'terpwlh/'}