Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τερθρεύομαι
τέρθριος
τέρθρον
τέρμα
Τερμέρειον
τερμίνθινος
τέρμινθος
τερμιόεις
τέρμιος
τερμόνιος
τέρμων
Τερπιάδης
τερπικέραυνος
τερπνός
τερπωλή
τέρπω
τερσαίνω
τέρσομαι
τερψίμβροτος
τερψίνοος
τέρψις
View word page
τέρμων
τέρμων τέρμων, ονος, ὁ, = τέρμα a boundary, Eur.; and in pl., Eur. = Lat. Terminus, Plut. an end, βίου Eur.

ShortDef

a boundary

Debugging

Headword:
τέρμων
Headword (normalized):
τέρμων
Headword (normalized/stripped):
τερμων
IDX:
32401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32438
Key:
te/rmwn

Data

{'content': 'τέρμων\n τέρμων, ονος, ὁ,\n = τέρμα\n a boundary, Eur.; and in pl., Eur.\n = Lat. Terminus, Plut.\n an end, βίου Eur.', 'key': 'te/rmwn'}