Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντικορύσσομαι
ἀντικρατέω
ἀντίκρουσις
ἀντικρούω
ἀντικρύ
ἄντικρυς
ἀντικτόνος
ἀντικτυπέω
ἀντικύρω
ἀντικωμῳδέω
ἀντιλαβή
ἀντιλαγχάνω
ἀντιλάζομαι
ἀντιλακτίζω
ἀντιλαμβάνω
ἀντιλάμπω
ἀντιλέγω
ἀντιλεκτέος
ἀντίλεκτος
ἀντιλέων
ἀντίληξις
View word page
ἀντιλαβή
ἀντιλαβή ἀντιλαμβάνω a thing to hold by, a handle, Lat. ansa, Thuc.:—metaph., πολλὰς . . ἔχει ἀντιλαβάς gives many handles against one, points of attack, Plat.

ShortDef

a thing to hold by, a handle

Debugging

Headword:
ἀντιλαβή
Headword (normalized):
ἀντιλαβή
Headword (normalized/stripped):
αντιλαβη
IDX:
3242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3243
Key:
a)ntilabh/

Data

{'content': 'ἀντιλαβή\n ἀντιλαμβάνω\n a thing to hold by, a handle, Lat. ansa, Thuc.:—metaph., πολλὰς . . ἔχει ἀντιλαβάς gives many handles against one, points of attack, Plat.', 'key': 'a)ntilabh/'}