Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τερατώδης
τερατωπός
τερέβινθος
τερεβινθώδης
τερετίζω
τερέτισμα
τέρετρον
τερηδών
τέρην
τερθρεύομαι
τέρθριος
τέρθρον
τέρμα
Τερμέρειον
τερμίνθινος
τέρμινθος
τερμιόεις
τέρμιος
τερμόνιος
τέρμων
Τερπιάδης
View word page
τέρθριος
τέρθριος τέρθριος, ὁ, the rope from the end of a sail-yard (τέρθρον) , the brace, Ar.

ShortDef

the rope from the end of a sail-yard

Debugging

Headword:
τέρθριος
Headword (normalized):
τέρθριος
Headword (normalized/stripped):
τερθριος
IDX:
32392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32429
Key:
te/rqrios

Data

{'content': 'τέρθριος\n τέρθριος, ὁ,\n the rope from the end of a sail-yard (τέρθρον) , the brace, Ar.', 'key': 'te/rqrios'}