Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τεράστιος
τερατεία
τερατεύομαι
τερατολογέω
τερατολογία
τερατολόγος
τερατουργός
τερατουργία
τερατώδης
τερατωπός
τερέβινθος
τερεβινθώδης
τερετίζω
τερέτισμα
τέρετρον
τερηδών
τέρην
τερθρεύομαι
τέρθριος
τέρθρον
τέρμα
View word page
τερέβινθος
τερέβινθος v. τέρμινθος.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τερέβινθος
Headword (normalized):
τερέβινθος
Headword (normalized/stripped):
τερεβινθος
IDX:
32384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32421
Key:
tere/binqos

Data

{'content': 'τερέβινθος\n v. τέρμινθος.', 'key': 'tere/binqos'}