Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τέρας
τεράστιος
τερατεία
τερατεύομαι
τερατολογέω
τερατολογία
τερατολόγος
τερατουργός
τερατουργία
τερατώδης
τερατωπός
τερέβινθος
τερεβινθώδης
τερετίζω
τερέτισμα
τέρετρον
τερηδών
τέρην
τερθρεύομαι
τέρθριος
τέρθρον
View word page
τερατωπός
τερατωπός τερᾰτ-ωπός, όν ὤψ marvellous-looking, Hhymn.
ShortDef
marvellous-looking
Debugging
Headword:
τερατωπός
Headword (normalized):
τερατωπός
Headword (normalized/stripped):
τερατωπος
IDX:
32383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32420
Key:
teratwpo/s
Data
{'content': 'τερατωπός\n τερᾰτ-ωπός, όν\n ὤψ\n marvellous-looking, Hhymn.', 'key': 'teratwpo/s'}