Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντικόπτω
ἀντικορύσσομαι
ἀντικρατέω
ἀντίκρουσις
ἀντικρούω
ἀντικρύ
ἄντικρυς
ἀντικτόνος
ἀντικτυπέω
ἀντικύρω
ἀντικωμῳδέω
ἀντιλαβή
ἀντιλαγχάνω
ἀντιλάζομαι
ἀντιλακτίζω
ἀντιλαμβάνω
ἀντιλάμπω
ἀντιλέγω
ἀντιλεκτέος
ἀντίλεκτος
ἀντιλέων
View word page
ἀντικωμῳδέω
ἀντικωμῳδέω to ridicule in turn, Plut.
ShortDef
to ridicule in turn
Debugging
Headword:
ἀντικωμῳδέω
Headword (normalized):
ἀντικωμῳδέω
Headword (normalized/stripped):
αντικωμωδεω
IDX:
3241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3242
Key:
a)ntikwmw|de/w
Data
{'content': 'ἀντικωμῳδέω\n to ridicule in turn, Plut.', 'key': 'a)ntikwmw|de/w'}